- τζίφος
- [дзифос] ουσ. а. (μεταφ.) ноль, ничто,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τζίφος — ο αποτυχία, χαμένος κόπος: Τζίφος η δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζίφος — ο, Ν άγονη προσπάθεια, αποτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, < αραβ. zife, ενώ, κατ άλλη, από το ψῆφος, που πήρε τη σημ. «μηδέν»] … Dictionary of Greek